δωριτης

δωριτης
    δωρίτης
    2
    (ῑ) сопровождаемый дарами
    

δ. ἀγών Plut. — состязание, победитель которого награждался


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "δωριτης" в других словарях:

  • δωρίτης — in which the conqueror received a present masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρίτης — (I) δωρίτης, ο (Α) (για αγώνα) αυτός στον οποίο παίρνει δώρο ο νικητής. (II) ο ονομασία τής πεταλούδας παρνάσσιος*. η οποία είναι συνηθισμένη στα ελληνικά βουνά …   Dictionary of Greek

  • δωριτῶν — δωρίτης in which the conqueror received a present masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρίτην — δωρίτης in which the conqueror received a present masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρίτας — δωρίτᾱς , δωρίτης in which the conqueror received a present masc acc pl δωρίτᾱς , δωρίτης in which the conqueror received a present masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»